- χαρτογραφώ
- -έω, Νασχολούμαι με την χαρτογραφία, είμαι χαρτογράφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτογραφώ — χαρτογραφώ, χαρτογράφησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαρτογραφώ — ησα, ήθηκα, ημένος, σχεδιάζω γεωγραφικούς ή τοπογραφικούς χάρτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτογράφηση — η, Ν η ενέργεια τού χαρτογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτογράφησις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
γεωγραφίζω — 1. γεωγραφώ* 2. χαρτογραφώ … Dictionary of Greek
μηχανογράφηση — Όρος που αναφέρεται στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών για την επεξεργασία διοικητικών και οικονομικών πληροφοριών στο πλαίσιο μιας επιχείρησης ή ενός οργανισμού. Ειδικότερα τα πεδία εφαρμογής της μ. είναι η μισθοδοσία, οι αποθήκες, ο έλεγχος… … Dictionary of Greek
γεωγραφώ — γεωγράφησα 1. περιγράφω τα γεωγραφικά φαινόμενα. 2. παριστάνω σε γεωγραφικό χάρτη την επιφάνεια της Γης, χαρτογραφώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)